- φακέλους
- φάκελοςbundlemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
RACANA — apud Anastasium Bibliothec. in Silvestro, Oleum Cyprium libr, centum, papyrum rancanas libras mille, ubi Salmasius ligit, papyrum, racanas mundas mille. Et infra, possesssio insula Mathabeo prostans solidos quingentos et decem, papyrum mundium… … Hofmann J. Lexicon universale
αφακέλωτος — η, ο 1. (για έγγραφα κ.λπ.) αυτός που δεν μπήκε ή δεν ταξινομήθηκε σε φακέλους 2. (για πρόσωπα) αυτός σε βάρος του οποίου δεν καταρτίστηκε φάκελος από τις υπηρεσίες ασφάλειας … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
διεκπεραιώνω — (Α διεκπεραιῶ, όω) [εκπεραιώ] 1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη 2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντι νεοελλ. 1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία 2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα … Dictionary of Greek
κομποφακελορρήμων — κομποφακελορρήμων, ον (Α) (ως επίθ. τού Αισχύλου στον Αριστοφάνη) αυτός που σχηματίζει και χρησιμοποιεί φακέλους, δηλ. δεμάτια κομπαστικών, πομπωδών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + φάκελος «δέσμη» + ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. κομπο… … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
πλοήγηση — η, Ν [πλοηγώ] 1. η διακυβέρνηση ενός πλοίου κατά την είσοδο και αγκυροβολία του στο λιμάνι, κατά την έξοδό του από αυτό ή κατά τον διάπλου πορθμών, διωρύγων και διαύλων, ενέργεια που γίνεται ή από τον πλοίαρχο, όταν πρόκειται για σχετικώς μικρά… … Dictionary of Greek
πρόσχωση — η / πρόσχωσις, ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι] επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.) νεοελλ. γεωλ. 1. απόθεση γαιωδών υλικών η… … Dictionary of Greek
φακελοποιός — και εσφ. γρφ. φακελλοποιός, ο, Ν αυτός που κατασκευάζει φακέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος + ποιός*. Η λ., στον πληθ. φακελλοποιοί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek